- νητικός
- νητικός, -ή, -όν (Μ) [νητός]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κλώσιμο2. το θηλ. ως ουσ. ἡ νητικήη τέχνη τής κλωστικής, τού γνεσίματος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στημονονητικός — ή, όν, Α (μόνον στη φρ.) «τέχνη στημονονητική» η κλωστική. [ΕΤΥΜΟΛ. < στήμων, ονος + νητικός (< νέω [II] «γνέθω, κλώθω»)] … Dictionary of Greek
κινητικός — κῑνητικός , κινητικός of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)